- ποντοπλοΐα
- η, Νο πλους στην ανοιχτή θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + -πλοΐα (< -πλοος < πλοῦς), πρβλ. ναυσι-πλοΐα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποντοπλοΐα — η το ταξίδι στην ανοιχτή θάλασσα, αλλ. ποντοπορία (αντίθ. ακτοπλοΐα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
ωκεανοπλοΐα — η, Ν 1. κλάδος τής ναυτικής επιστήμης που ασχολείται με τον διάπλου τών ωκεανών 2. ποντοπλοΐα, ναυσιπλοΐα στους ωκεανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωκεανός + πλοΐα (< πλοος < πλους < πλέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
ποντοπορία — η βλ. ποντοπλοΐα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)